- τυράδικο
- τοτυροπωλείο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυράδικο — το, Ν τυροπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυράς + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] … Dictionary of Greek
τυροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης τυριού, τυράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τυροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τυροκομείο — το το εργαστήριο του τυροκόμου, όπου παρασκευάζεται και διατηρείται το τυρί, το τυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυροπωλείο — το κατάστημα, όπου πουλούν τυριά, το τυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)